Θεωρώ ότι τις περισσότερες φορές οι γονείς, με την αγάπη, το ενδιαφέρον, την υπομονή και επιμονή σας, μπορείτε να προλάβετε ή και να διαχειριστείτε πολλά εφηβικά προβλήματα τα οποία μάλιστα επιλύετε ικανοποιητικά.
Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που νιώθετε ανήμποροι να βοηθήσετε το παιδί σας, είτε γιατί δε γνωρίζετε τι να κάνετε είτε γιατί προσπαθείτε να το βοηθήσετε με λανθασμένο τρόπο είτε γιατί αντιμετωπίζετε σοβαρές δυσκολίες και οι ίδιοι. Άλλοτε σκέφτεστε ότι ο χρόνος είναι «γιατρός» και όλα θα τα λύσει. Ωστόσο, απογοητεύεστε όταν διαπιστώνετε ότι διαψεύδεστε. Δυστυχώς, υπάρχουν προβλήματα τα οποία δε λύνονται μαγικά· αντίθετα, συνήθως επιδεινώνονται αν είμαστε θεατές.
Τα πιο συχνά κίνητρα της επίσκεψης στον ειδικό
- Η επικοινωνία με τον έφηβό σας έχει γίνει δύσκολη, κάποιες φορές μάλιστα σχεδόν αδύνατη: κλείνεται, αποφεύγει κάθε πιθανότητα διαλόγου ή επιτίθεται.
- Ο έφηβος περνά μια δύσκολη περίοδο. Νιώθει άσχημα με τον εαυτό του, είναι αγχωμένος, πιεσμένος, θλιμμένος. Συνολικά έχετε καταλάβει ότι κάποια πράγματα δεν πάνε καλά.
- Η οικογένεια έχει βιώσει μια δοκιμασία, όπως χωρισμό, ασθένεια, θάνατο κ.λπ. Αυτό έχει επιπτώσεις στη ζωή του παιδιού σας και θέλετε να αποφύγετε τους κινδύνους.
- Ο έφηβός σας διηγείται τις δυσκολίες στις σχέσεις του με τους άλλους, νιώθει μόνος, απομονωμένος, δεν έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του, ή οι επιλογές των φίλων του είναι άτομα τα οποία παρουσιάζουν σοβαρά προβλήματα.
- Το παιδί σας μπορεί να παίρνει αποφάσεις και θέλει να αποφασίσει τον προσανατολισμό του. Τι πρέπει να κάνετε; Αυτά και πολλά άλλα που θέλει μπορεί να τα διηγηθεί σε έναν ψυχολόγο.
Όλοι αυτοί οι λόγοι και πολλοί ακόμη είναι απαραίτητοι, αρκετοί και νόμιμοι για να ζητήσετε τη συμβουλή ειδικού.
Πώς να οδηγήσετε τον έφηβο στον ειδικό
Αν διαπιστώνετε ότι τα προβλήματα που υπάρχουν με τον έφηβό σας δεν μπορείτε να τα χειριστείτε, τότε χρειάζεστε επαγγελματική βοήθεια. Πρέπει πρώτα όμως να αποδεχτείτε ότι ο γιος ή η κόρη σας αντιμετωπίζει προβλήματα και έχει ανάγκη τη βοήθεια ενός «τρίτου»· αυτό δεν είναι πάντα εύκολο για το γονεϊκό εγωισμό, λαμβάνοντας υπόψη και τις ενοχές που συνήθως αισθάνεται. Πρέπει στη συνέχεια να δεχτείτε να αφηγηθείτε την οικογενειακή σας ιστορία σε έναν «παρατηρητή» με όλα όσα δε λέγονται ή είναι μυστικά. Σε αυτές τις δυσκολίες που συνδέονται με την αναγνώριση και κατανόηση του προβλήματος από τους γονείς προστίθεται γενικά, όμως πολύ λιγότερο συχνά από παλιά, η άρνηση του εφήβου. Θα πρόσθετα μάλιστα ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρώ πως οι έφηβοι ζητούν από τους γονείς να συναντήσουν ειδικό όταν αντιμετωπίζουν προβλήματα. Συνήθως οι έφηβοι αισθάνονται εμπιστοσύνη και μιλούν ανοιχτά στον ψυχολόγο.
Ο ειδικός επιθυμεί να συναντήσει τους δύο γονείς και -αν είναι δυνατόν- με τον έφηβο. Καθένας εκφράζει τους λόγους που ζήτησαν βοήθεια, εξηγεί πώς βλέπει από την πλευρά του το πρόβλημα και συνθέτει την ιστορία του ατόμου και της οικογένειας. Το απλό γεγονός ότι μιλούν σε έναν τρίτο, που είναι «ειδικός», ακόμη και αν δεν ήταν πολύ θετικοί ο ένας απέναντι στον άλλο, τους επιτρέπει όχι μόνο να εκφραστούν αλλά και να διαλύσουν τυχόν παρεξηγήσεις.
Στη συνέχεια αυτών των πρώτων συναντήσεων, γενικά μιας ή δυο, ο ειδικός προτείνει να συναντήσει τον έφηβο και, αφού τους ενημερώσει, ξεκινά μαζί του τις συνεδρίες, αν κρίνει πως είναι απαραίτητο. Γίνεται δε μια ξεκάθαρη συμφωνία, σαν ένα συμβόλαιο, που αφορά πρώτον τις συναντήσεις με τους γονείς, που πρέπει να γίνονται με κάποιο ρυθμό ή όποτε χρειάζεται, τηρώντας πάντα το επαγγελματικό απόρρητο, δεύτερον τη διάρκεια κάθε συνεδρίας, που είναι μέχρι 45 λεπτά, τρίτον τη συχνότητα των συνεδριών με τον έφηβο, που συνήθως είναι εβδομαδιαία και σε κάποιες περιπτώσεις δυο φορές την εβδομάδα.
Συρραφή – επιμέλεια : Ελένη Παπαμικρουλέα , Ψυχοθεραπεύτρια, Θεραπεύτρια Οικογένειας – Ζεύγους, Κλινική Κοινωνική Λειτουργός MSc , Εμψυχώτρια Ομάδων
Πηγή –Βιβλιογραφία :
Καππάτου Α. (2007). Εφηβεία. Εκδόσεις Μοντέρνοι Καιροί Α.Ε.Ε.