Το βάδισμα και η ομιλία στη βρεφική και νηπιακή ηλικία

Δύο βασικές δραστηριότητες που εμφανίζονται στη βρεφική μα ολοκληρώνονται στη νηπιακή ηλικία είναι το βάδισμα και η ομιλία.

Το βάδισμα

Είναι μια μεγάλη κατάκτηση για τον άνθρωπο. Γιατί από παθητικότητα που βρίσκεται έρχεται σε ενεργητική στάση, που καταλήγει στη γενική γνωριμία του περιβάλλοντος. Σχετικά με το βάδισμα για τους γονείς δεν υπάρχουν πολλά ερωτήματα, έξω από το γεγονός πως πολλοί να ανησυχούν αν το παιδί τους αργήσει λίγο να περπατήσει ή δεν περπατήσει στην ώρα του. Πάνω σε αυτό δεν πρέπει να είμαστε υπερβολικοί. Το παιδί συνήθως κάνει τα πρώτα του βήματα στην ηλικία των 11 ή 12 μηνών. Όμως μερικά παιδιά αργούν να περπατήσουν, μα αυτό δεν πρέπει να μας ανησυχεί. Ένα ερώτημα που υπάρχει όχι για τους γονείς μα για τους ψυχολόγους είναι αν το βάδισμα είναι υπόθεση που αναφέρεται στην εξάσκηση ή αν έχει σχέση με την ωριμότητα του νευρικού συστήματος. Γιατί ανάλογα με την απάντηση που θα έδιναν οι ψυχολόγοι στο θέμα αυτό θα είχαμε και ανάλογη τακτική. Είναι γνωστό το πείραμα των δίδυμων παιδιών. Πήραν δυο δίδυμα, το ένα το εξάσκησαν στο περπάτημα από νωρίς, το βοήθησαν να ανεβαίνει σκαλιά κ.λ.π., ενώ στο άλλο δεν έδιναν κανένα κινητικό ερέθισμα. Το αποτέλεσμα; Το ένα περπάτησε 10-15 μέρες νωρίτερα από το άλλο. Αυτό το αποτέλεσμα επαληθεύτηκε και από άλλες έρευνες και πειράματα. Έτσι πιστεύουμε πως το βάδισμα δεν είναι αποτέλεσμα άσκησης μα ωρίμανσης του νευρικού συστήματος.

Βέβαια θα δίνουμε χέρι βοηθείας όταν το χρειάζεται το παιδί, αλλά γενικά δεν πρέπει να εκβιάζουμε τη δραστηριότητα του βαδίσματος. Να αφήσουμε το παιδί  ανεπηρέαστο να κατακτήσει αυτή την ανάγκη του. Το βάδισμα έχει σαν προϋπόθεση πως το παιδί θα κινηθεί μόνο του. Αυτό του δίνει τη δυνατότητα να δει μόνο του το γύρω κόσμο, να τον γνωρίσει και να τον κάνει δικό του. Θα αρχίσει να ψάχνει, να χτίζει , να γκρεμίζει, να δει τα πράγματα που βρίσκονται γύρω του. Σ’αυτή την ηλικία το αισθητήριο όργανο που το παιδί αφομοιώνει το γύρω κόσμο δεν είναι ούτε τα μάτια ούτε τα αυτιά, μα το χέρι, η αφή. Και μ’ αυτήν πασπατεύει, πιάνει και μαθαίνει. Η αφή η”απτική όραση” (Gesell).

Γιατί το παιδί συνεχώς ψάχνει και συνέχεια πασπατεύει τα πράγματα;

Εάν δεν αφήσουμε το παιδί να χρησιμοποιήσει αυτό το αισθητήριο, δηλαδή την αφή, του στερούμε τη δυνατότητα να εξελιχθεί κανονικά. Το παιδί θα γνωρίσει το γύρω κόσμο με την αφή. Θα πιάσει το κάθε τι , να το δει , να το καταλάβει, να το περιεργαστεί. Το μυαλό του, που έχει αρχίσει ήδη να ωριμάζει, του υπαγορεύει να ερευνά το κάθε τι που υπάρχει γύρω του.

Βασική λοιπόν για τους γονείς είναι η ανάγκη να κατανοήσουν αυτή τη προσπάθεια του παιδιού και να τη διευκολύνουν.

Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε ώστε να ενισχύσουμε στο παιδί την βάδιση με ασφάλεια στο σπίτι;

Θα πρέπει να  πάρουμε τα κατάλληλα μέτρα, πριν αρχίσει το παιδί να πιάνει το κάθε τι. Θα πρέπει στο χρονικό αυτό διάστημα να κάνουμε μια μικρή διαρρύθμιση στο εσωτερικό του σπιτιού μας. Θα βγάλουμε τα κρυστάλλινα βάζα, αν υπάρχουν, τα τασάκια , τα τραπεζάκια που δεν έχουμε ανάγκη, και που ίσως είναι για το παιδί επικίνδυνα και όποιο άλλο αξίας αντικείμενο. Να τα βάλουμε σε μια άκρη. Δεν πρόκειται να μας παρεξηγήσει κανείς γι’αυτό. Να στρώσουμε μια μοκέτα έστω κι’αν είναι καλοκαίρι, γιατί το παιδί πέφτει και σηκώνεται.

Κάπως έτσι θα ετοιμάσουμε το σπίτι μας και θα αφήσουμε το παιδί να κινηθεί ελεύθερο μέσα στο χώρο. Αν πάρουμε αυτά τα μέτρα θα διευκολύνουμε το παιδί σε μια βαθύτατη ανάγκη και δεν είμαστε υποχρεωμένοι ν’ ανησυχήσουμε αν θα πιάσει κάτι, θα το σπάσει ή θα χτυπήσει και να τρομοκρατούμε το παιδί.

Μην ξεχνάμε πως σε όλες αυτές τις προσπάθειες το παιδί χρειάζεται την ενθάρρυνση μας και ποτέ την αποθάρρυνση. Αν του λέμε κάθε τόσο μην το πιάσεις αυτό, να που έπεσε, να που έσπασε, είναι φυσικό να σπάσει όταν τόσο μιλάμε γι’αυτό. Τότε η δραστηριότητα του παιδιού δεν εξελίσσεται ικανοποιητικά. Κι’αρχίζουν οι πραγματικές μάχες και αγώνες για τους γονείς. Για να αποφύγουμε τις μάχες και τους αγώνες θα ετοιμάζουμε το έδαφος και μετά θ’αφήνουμε το παιδί να κινείται. Το παιδί θα περπατήσει, θα πέσει, θα σηκωθεί, δεν θα ανησυχούμε γι’αυτό, ούτε υπάρχει λόγος να είμαστε από πάνω του συνεχώς σ’όλες αυτές τις κινήσεις.

Όταν αφήσουμε το παιδί ελεύθερο κάποια μέρα σε λίγο διάστημα θα σταματήσει αυτή η περιέργεια του και η ανίχνευση του εδάφους και όταν φυσικά πάρουμε όλα τα παραπάνω μέτρα ούτε τα πράγματα μας θα σπάνε, ούτε το παιδί θα αισθάνεται πως συνεχώς το παρακολουθούμε και το εμποδίζουμε, πράγμα που δεν είναι βέβαια σωστό.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό της νηπιακής ηλικίας είπαμε πως είναι η ομιλία.

Η ομιλία είναι και αυτή κατάκτηση μεγάλης σημασίας. Είναι αυτό ακριβώς που διαχωρίζει τον άνθρωπο από τη ζωική φύση. Εδώ οι έρευνες απέδειξαν πως το περιβάλλον επιδρά στην κατάκτηση της γλώσσας και δίνει στο παιδί τη δυνατότητα να αποκτήσει ένα πιο πολύ ή λιγότερο πλούσιο λεξιλόγιο. Είναι γνωστό πως οι μητέρες μιλούν πολύ στα παιδιά τους – αυτό τους το υπαγορεύει το ένστικτο της επικοινωνίας – κι είναι φυσικά σωστό. Όσο περισσότερο ακούει το παιδί γύρω του κουβέντες τόσο πιο νωρίς αποκτά ορισμένη συνείδηση αυτής της γλωσσικής προσπάθειας. Μα η γλώσσα κατακτάται με κάποιο σύστημα. Τα παιδιά αρχίζουν μ’έναν τρόπο και κατακτούν τη γλώσσα, αρχίζουν π.χ. με τα ουσιαστικά. Αρχίζουν με τις λεξούλες, ύστερα έρχονται τα επίθετα (μπαμπάς καλός) αυτό γίνεται γύρω στους 15 μήνες, στους 18 μήνες  μπαίνει και το πρώτο ρήμα. Και έτσι σχηματίζει την πρώτη φράση. Βέβαια υποτυπώδης αλλά από πλευράς γραμματικής σωστή. Στους 24 μήνες το παιδί μπορεί να χρησιμοποιήσει τους συνδέσμους και αργότερα τα επιρρήματα. Σχεδόν κάθε παιδί ακολουθεί αυτά τα στάδια ώσπου να κατακτήσει τελείως τη γλώσσα.

Υπάρχουν πολλές ανησυχίες για τους γονείς σχετικά με την πρώιμη ή καθυστερημένη χρήση της γλώσσας από το παιδί τους. Πολλές ανησυχίες των γονέων αρχίζουν από το σημείο αυτό: το παιδί άργησε να μιλήσει ή λέει λίγες λέξεις. Οπωσδήποτε η γλώσσα αποτελεί ένδειξη της νοημοσύνης. Όταν αργότερα κάνουμε ψυχολογική εξέταση του παιδιού ένα από τα στοιχεία που παίρνουμε είναι και το πότε μίλησε το παιδί. Αυτό όμως δεν σημαίνει τίποτα για το γονέα. Δε σημαίνει δηλαδή πως ένα παιδί που άργησε να μιλήσει για ορισμένους λόγους, έχει κάτι. Δεν πρέπει να ανησυχούμε εάν δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία. Γιατί υπάρχουν παιδιά που αργούν να μιλήσουν και που όμως είναι εξυπνότερα. Να μην ανησυχούμε υπερβάλλοντας πάνω σ’αυτό το θέμα. Ας διατηρούμε κάποια ψυχραιμία και εδώ. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν υπάρχει ζήτημα που να μας ανησυχεί.

Συρραφή – επιμέλεια : Ελένη Παπαμικρουλέα , Ψυχοθεραπεύτρια, Θεραπεύτρια Οικογένειας – Ζεύγους, Κλινική Κοινωνική Λειτουργός MSc , Εμψυχώτρια Ομάδων

Πηγή –Βιβλιογραφία :

Χουρδάκη, Μ. (1992). Οικογενειακή Ψυχολογία. Εκδόσεις Γρηγόρη